- μακάκος
- (Macaca). Γένος κατάρρινων πιθήκων, της οικογένειας των κερκοπιθηκιδών, διαδεδομένο στην ηπειρωτική και στη νησιωτική Ασία, στη βορειοδυτική Αφρική και με μόνο ένα είδος (μαγώτος) στην Ευρώπη. Οι μ., που περιλαμβάνουν περίπου ογδόντα είδη και υποείδη, διαφέρουν μερικές φορές σημαντικά μεταξύ τους ως προς την ανατομική δομή και την εξωτερική τους εμφάνιση· για παράδειγμα, σε μερικούς η ουρά είναι μακριά, ενώ σε άλλους είναι μικρή ή απουσιάζει. Κοινά χαρακτηριστικά είναι οι μεσαίες διαστάσεις σώματος, το ελαφρά προεξέχον υπερόφρυο τόξο και η οδοντοφυΐα με πολύ αναπτυγμένους κυνόδοντες· τα άκρα δεν είναι μακριά, ενώ το μεγάλο δάχτυλο του ποδιού και ο αντίχειρας είναι πολύ ανεπτυγμένοι και αντιτακτοί, όπως και στον άνθρωπο.
Ο πιο μεγαλόσωμος μ. είναι ο ουαντερού (Macaca silenus), που ζει μόνο στην Ινδία· έχει μήκος σώματος λίγο μικρότερο από 1 μ., μαζί με την ουρά, η οποία είναι λεπτή, μακριά και καταλήγει σε μια τούφα από μαύρες τρίχες που θυμίζει ουρά λιονταριού. Ένα ιδιαίτερο είδος είναι ο μ. της Ιαπωνίας (Macaca fuscata), ο οποίος χαρακτηρίζεται από το άτριχο κοκκινωπό ρύγχος του· η ουρά του έχει μήκος μόνο 8 εκ. Ένας μ. που συναντάται συχνά στους ζωολογικούς κήπους είναι ο Μacaca fascicularis που έχει ουρά μήκους όσο και ολόκληρο το σώμα του· διαδεδομένος από τη χερσόνησο της Ινδοκίνας έως τα νησιά της Σούνδης, ζει συχνά κοντά στη θάλασσα και στα ποτάμια και κολυμπά με μεγάλη άνεση.
Πίθηκος του είδους μακάκος.
* * *οζωολ. γένος πιθήκων.
Dictionary of Greek. 2013.